Νοητική Υστέρηση : Διαγνωστικά Μέσα – Διαφορική Διάγνωση – Πρόγνωση – Πρόληψη – Θεραπεία
ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Η διαγνωστική προσέγγιση των νοητικά καθυστερημένων παιδιών είναι πιο δύσκολη από αυτή των φυσιολογικών, καθώς είναι συχνά φοβισμένα ή αρνούνται τη δοκιμασία των διαγνωστικών τεστ. Τα κυριότερα μέσα διάγνωσης της νοητικής υστέρησης είναι τα διάφορα τεστ που μετρούν τη νοημοσύνη και τη λειτουργικότητα του παιδιού. Πριν γίνει όμως αναφορά σε αυτά είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί η έννοια του νοητικού πηλίκου το οποίο μετρούν τα τεστ νοημοσύνης.
Το νοητικό πηλίκο δημιουργήθηκε για να μπορέσει να διαπιστωθεί με αριθμητικές έννοιες η σχέση μεταξύ της χρονολογικής ηλικίας του ατόμου και της νοητικής του.
Το νοητικό πηλίκο προκύπτει αν διαιρέσουμε τη νοητική ηλικία (μετατρεμμένη σε μήνες) με τη χρονολογική ηλικία (μετατρεμμένη σε μήνες) και πολλαπλασιάσουμε το πηλίκο με το 100. Το πηλίκο αυτό ονομάζεται και δείκτης νοημοσύνης. Στον κανονικό πληθυσμό ο μέσος δείκτης νοημοσύνης είναι 100 και η τυπική απόκλιση 15.
Τα σημαντικότερα διαγνωστικά τεστ είναι η κλίμακα νοημοσύνης Stanford-Binet, οι κλίμακες νοημοσύνης Wechsler για ενήλικες (WAIS-R) και για παιδιά (WISC-ΙΙΙ), το Georgas τεστ νοημοσύνης για παιδιά, καθώς και διάφορα τεστ που εκτιμούν τις σχολικές δεξιότητες, την προσαρμοστική συμπεριφορά, τις αντιληπτικές και κινητικές δεξιότητες, την προσωπικότητα και την κοινωνική προσαρμογή.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ
Η διαφορική διάγνωση της νοητικής υστέρησης περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα νοσημάτων, συμπεριφορών, αναπτυξιακών διαταραχών που συχνά καθυστερούν την έγκαιρη διάγνωση της Ν.Κ.
Κάτωθι παραθέτονται τα πιο συχνά διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα:
1. Μαθησιακές δυσκολίες: Οι διαταραχές της μάθησης όταν δεν συνυπάρχουν με τη νοητική υστέρηση πρέπει να διαχωριστούν απ’ αυτή με βάση το ότι σ’ αυτές υπάρχει έλλειμμα σε κάποια συγκεκριμένη λειτουργία (π.χ: ανάγνωση, γραφή κ.λ.π.) και όχι γενικευμένη ανεπάρκεια της διανοητικής λειτουργίας και της προσαρμοστικότητας. Σε περίπτωση ύπαρξης νοητικής υστέρησης η συνύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών θα διαγνωσθεί εφόσον οι τελευταίες δεν δικαιολογούνται από τη βαρύτητα της καθυστέρησης (Μάνος Ν., 1997).
2. Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές: Η διαφορική διάγνωση από τη νοητική υστέρηση θα γίνει με βάση το ότι σ’ αυτές υπάρχει ποιοτική έκπτωση στην ανάπτυξη διαπροσωπικής επικοινωνίας, καθώς και λεκτικών και μη λεκτικών δεξιοτήτων. Σε ένα ποσοστό όμως που ανέρχεται σε 75%-80%, τα άτομα με εκτεταμένες διαταραχές στην ανάπτυξη εμφανίζουν και νοητική υστέρηση(Μάνος Ν., 1997).Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνεται και το Σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας.
3. Άνοια: Στην περίπτωση της άνοιας η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών έχει παρουσιαστεί μετά την περίοδο της ανάπτυξης (16, 18 ετών). Μερικές φορές η επιπρόσθετη αυτή διάγνωση μπορεί να δοθεί όταν η κλινική εικόνα του ατόμου δεν εξηγείται επαρκώς από τη νοητική υστέρηση (Μάνος Ν., 1997).
4. Οριακή διανοητική λειτουργία ή και Επιβράδυνση φυσιολογικής ωρίμανσης:
Η διαφορική διάγνωση πρέπει να γίνει από τη νοητική υστέρηση ελαφράς μορφής. Στην οριακή διανοητική λειτουργία το νοητικό πηλίκο κυμαίνεται μεταξύ 71 και 84. Επομένως είναι δυνατό να διαγνώσουμε νοητική υστέρηση σε ένα άτομο με το παραπάνω νοητικό πηλίκο. Για να δοθεί η συγκεκριμένη διάγνωση πρέπει να υπάρχουν σημαντικά ελλείμματα στην προσαρμοστικότητα και να συνεκτιμηθούν και άλλα κριτήρια.
Μερικά παιδιά αργούν να εμφανίσουν ορισμένες δεξιότητες (late , slow starter). Η τελική τους νοητική ανάπτυξη είναι φυσιολογική
5. Διαταραχές αισθητηρίων οργάνων. Βαρηκοΐα ή φτωχή όραση μπορεί να δίνει την εντύπωση νοητικά υστερημένου ατόμου.
6. Διαταραχές λόγου κεντρικής αιτιολογίας
7. Εγκεφαλική παράλυση ( μπορεί και στις βαρύτερες μορφές εγκεφαλικής παράλυσης η νοημοσύνη να είναι φυσιολογική. Όμως το άτομο είναι παγιδευμένο στην κινητική του αναπηρία).
8. Πρωτοπαθή ψυχικά νοσήματα
ΠΡΟΛΗΨΗ
Η πρόληψη είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της νοητικής υστέρησης, καθώς η τελευταία δεν είναι μια ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί με τη λήψη φαρμάκων ή με κάποιου άλλου είδους ιατρική παρέμβαση. Οι τομείς στους οποίους πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία είναι η ιατροβιολογική και η ψυχοκοινωνική πρόληψη.
Όσον αφορά τον ιατροβιολογικό τομέα, η επιστήμη έχει κάνει σημαντικά βήματα, με αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν νέες ιατρικές τεχνικές, οι οποίες επιτρέπουν τη διάγνωση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών κατά την περίοδο της κύησης. Η υγιεινή περίθαλψη της μητέρας είναι πολύ σημαντική την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η στενή παρακολούθησή της από ιατρό, η αποφυγή των μολυσματικών ασθενειών, η αποφυγή λήψης φαρμάκων και άλλων χημικών ουσιών, η ύπαρξη συναισθηματικής ισορροπίας, η διαμόρφωση του κατάλληλου διαιτολογίου είναι μερικοί από τους τρόπους πρόληψης της νοητικής ανεπάρκειας (Παρασκευόπουλος Ι.Ν., 1980).
Από ψυχοκοινωνικής πλευράς τα σημαντικότερα μέτρα πρόληψης αφορούν:
α) στην ενημέρωση του κοινού σχετικά με τα αίτια της νοητικής υστέρησης.
β) στην καθοδήγηση και συμβουλευτική των γονέων σχετικά με τα θέματα υγιεινής διαβίωσης και ανατροφής του παιδιού.
γ) στην έγκαιρη διάγνωση και εκπαίδευση του νοητικά καθυστερημένου παιδιού
δ) στην υποστήριξη της οικογένειας με το καθυστερημένο παιδί (Γκαλλάν Α., Γκαλλάν Ζ., 1997) .
Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των οικογενειών από τα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα πρέπει να υπάρχει μια έγκαιρη παρέμβαση, η οποία να στοχεύει:
α) στην κατάλληλη συναισθηματική υποστήριξη της οικογένειας,
β) στη συμβουλευτική των γονέων σχετικά με τις συναισθηματικές, πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες του παιδιού και
γ) στην κατάλληλη οικονομική στήριξη από κρατικούς προνοιακούς φορείς (Τσιάντης Γ., 1996).
Για τις περιπτώσεις των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες περίθαλψης, που θα προσφέρουν στα παιδιά τα κατάλληλα ερεθίσματα στο νοητικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, ο πλέον κατάλληλος τρόπος πρόληψης είναι η αποφυγή της ιδρυματικής περίθαλψης και η ανάπτυξη μορφών φροντίδας σε κοινοτικό επίπεδο (π.χ: υιοθεσία, ανάδοχες οικογένειες) (Τσιάντης Γ., 1996).
ΠΡΟΓΝΩΣΗ- ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η εξέλιξη της νοητικής υστέρησης ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητά της. Ορισμένες βαριές μορφές καθυστέρησης επιδεινώνονται προοδευτικά και καταλήγουν σε πρόωρο θάνατο. Στις ελαφρές και μέτριας μορφής καθυστερήσεις το άτομο μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής του με την κατάλληλη εκπαίδευση (Μάνος Ν.,1997).
Η θεραπεία σχεδιάζεται διεπιστημονικά , ανάλογα με τα αίτια και κυρίως με το
1) αρχίζει με τον καθορισμό και την θεραπεία των σωματικών προβλημάτων και
2) συνεχίζει με τον εμπλουτισμό των περιβαντολλογικών ερεθισμάτων.
Οι περισσότερες μορφές θεραπείας είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να βοηθήσουν το άτομο με Νοητική Υστέρηση να μεγιστοποιήσει τις ικανότητες του για αυτοεξυπηρέτηση και κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα.
Η διάγνωση και η εκτίμηση της Ν.Κ. πρέπει πάντα να συνδέεται με τη θεραπεία. Η θεραπευτική αγωγή είναι πολλαπλή και περιλαμβάνει: φαρμακευτική, διορθωτική, εκπαιδευτική, και υποστηρικτική αγωγή.
Απευθύνεται όχι μόνο στα πάσχοντα άτομα, αλλά και στις οικογένειές τους. Απαιτεί τη συνεργασία πολλών ειδικών γιατρών και θεραπευτών. Είναι χρονοβόρα και διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι δαπανηρή.
Η Φαρμακευτική αγωγή:
Η συμβολή της στην αντιμετώπιση της Ν.Κ. είναι μάλλον υποτιμημένη. Εν τούτοις φαίνεται ότι είναι χρήσιμη σε αρκετές περιπτώσεις κυρίως για την αντιμετώπιση των συνοδών προβλημάτων που εμφανίζουν συχνά τα άτομα με Ν.Κ.
Η φαρμακοθεραπεία χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στα άτομα με νοητική υστέρηση, όχι όμως για να βελτιώσει το νοητικό επίπεδο, αλλά για να αντιμετωπίσει ιατρικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς που συνδέονται με τις εξελικτικές μειονεξίες. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι τα αντιεπιληπτικά, τα μείζονα ηρεμιστικά και τα αντικαταθλιπτικά. Πρέπει όμως να δίνεται προσοχή, ώστε τα φάρμακα αυτά να μην αποτελούν εμπόδιο στην απόδοση και τη μάθηση, αλλά παράλληλα να ελέγχουν αποτελεσματικά τα συμπτώματα για τα οποία χρησιμοποιούνται .
Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα είναι:
Οι βενζοδιαζεπίνες για τη μείωση του μυϊκού τόνου καθώς και για την κατασταλτική, αγχολυτική και αντιεπιληπτική τους δράση.
Η βακλοφαίνη και η τοξίνη της αλλαντίασης για τη μείωση της σπαστικότητας
Αντιεπιληπτικά φάρμακα για την ρύθμιση των σπασμών και των μυοκλονιών
Νευροληπτικά και Αντικαταθλιπτικά φάρμακα όπως η φλουοξετίνη, αλοπεριδόλη, κλονιδίνη, μεθυλφαινυδάτη, για την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων συμπεριφορών.
Σημαντική θέση στην φαρμακευτική αγωγή έχουν τα αντιχολινεργικά και γαστροκινητικά φάρμακα για την αντιμετώπιση της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και τη ρύθμιση της λειτουργίας του εντέρου. Ιδιαίτερα χρήσιμα είναι τα συμπληρωματικά σκευάσματα διατροφής με βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και ειδικές θρεπτικές ουσίες.
Η απόφαση για τη χορήγηση φαρμάκων πρέπει να ληφθεί με προσοχή και αφού πρώτα ο παιδίατρος σταθμίσει το όφελος που το παιδί θα έχει από τη μείωση της παθολογικής συμπεριφοράς σε σχέση με τις παρενέργειες της θεραπείας.
Η Διορθωτική αγωγή :
Περιλαμβάνει τη διόρθωση συνοδών διαταραχών που μειώνουν την εκμάθηση και απόκτηση νέων γνώσεων από τα παιδιά όπως
Διαταραχές της όρασης και της ακοής.
Οι διαταραχές λειτουργίας του θυρεοειδούς
Στοματικά προβλήματα και ορθοδοντικές διαταραχές
Μειωμένη θρέψη ή παχυσαρκία και
Ορθοπεδικά ή καρδιολογικά νοσήματα που απαιτούν περιοδική ή συνεχή παρακολούθηση και φροντίδα.
Η Εκπαιδευτική αγωγή:
Η εκπαίδευση αποτελεί το βασικό κορμό της αντιμετώπισης της Ν.Κ. στα παιδιά. Από πολυκεντρικές μελέτες που εκτιμούν διαχρονικά την αποτελεσματικότητα της ειδικής εκπαίδευσης προκύπτει ότι αυτή είναι αποτελεσματική όταν:
-
Αρχίζει νωρίς, πριν την ηλικία των 3 χρόνων
-
Χρησιμοποιεί δομημένα εκπαιδευτικά προγράμματα που διαθέτουν συγκεκριμένους στόχους και σαφείς μεθόδους εξάσκησής τους.
-
Γίνεται σε σταθερή βάση με μικρά μεσοδιαστήματα.
-
Απαιτεί την ενεργό συμμετοχή των γονέων.
-
Συντονίζεται και επιτηρείται συστηματικά από ιατρική ομάδα.
Η Υποστηρικτική αγωγή:
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της παρέμβασης έχει και η υποστηρικτική αγωγή των γονέων. Συνήθη ερωτήματα που γίνονται συχνά από τους γονείς είναι: Πόσο βαριά υστέρηση έχει το παιδί; Θα μπορέσει να μιλήσει; Θα μπορέσει να πάει στο σχολείο; Μήπως έκανα εγώ κάποιο λάθος που προκάλεσε αυτό το πρόβλημα;
Τι είναι αυτό που φταίει και το παιδί μου υστερεί νοητικά;
Πως μπορώ να το βοηθήσω να βελτιωθεί;
Ποιος είναι ο κίνδυνος για τα υπόλοιπα παιδιά μου;
Ο παιδίατρος πρέπει να διαθέτει τη γνώση, το χρόνο και την ικανότητα για να συζητήσει τα θέματα αυτά με τους γονείς, προκειμένου να τους ενημερώσει σωστά και να τους βοηθήσει να αποδεχθούν και να αντιμετωπίσουν από κοινού τις δυσκολίες του παιδιού τους.
Η ανάγκη ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής στήριξης των ατόμων με νοητική υστέρηση και των οικογενειών τους είναι μεγάλη, λόγω των συναισθηματικών διαταραχών που παρουσιάζουν τα άτομα αυτά.
Η ψυχοθεραπεία των νοητικά υστερούντων μπορεί να βασίζεται στις αρχές που διέπουν τη θεραπεία ατόμων με φυσιολογική νοημοσύνη, αλλά με προσαρμογές ανάλογα με το επίπεδο των γνωστικών και γλωσσικών ικανοτήτων του ατόμου. Η θεραπεία είναι αποτελεσματική για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων, ιδιαίτερα στον τομέα της αυτογνωσίας και των κοινωνικών δεξιοτήτων.
Τέλος, όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών με νοητική υστέρηση, αυτή γίνεται, ανάλογα με το βαθμό καθυστέρησης, είτε με ένταξη του παιδιού σε παράλληλη τάξη μέσα στο κανονικό σχολείο, είτε σε ειδικές τάξεις, είτε σε ειδικά σχολεία, όπου η εκπαίδευση προσαρμόζεται στις ειδικές τους ανάγκες. Πάντως, η επικρατούσα άποψη είναι να ενσωματώνονται τα παιδιά αυτά στα κανονικά σχολεία, καθώς έτσι μειώνεται ο κοινωνικός αποκλεισμός που υφίστανται και βελτιώνεται το νοητικό τους επίπεδο από τη συναναστροφή με συνομηλίκους φυσιολογικής νοημοσύνης (Μάνος Ν.,1997).
Άρθρο του Γεωργίου – Ζαχαρία Ζαντόπουλου, 17-03-2015
Παιδίατρος – Διδάκτωρ Παν.Αθηνών
Αφήστε το μήνυμα σας →